- κυνοδήκτων
- κυνόδηκτοςcaused by a dog's bitemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυνόδηκτος — η, ο (AM κυνόδηκτος, ον) δαγκωμένος από σκύλο αρχ. αυτός που προήλθε από δάγκωμα σκυλιού («ἡ δὲ θεραπεία ἡ αὐτὴ καὶ τῶν κυνοδήκτων ἑλκῶν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηριό δηκτος, καρδιό δηκτος] … Dictionary of Greek